Κουτσός.
Του φλάει του πόδι ‘τ γλέπ’ς; μ φαίνιτι είνι κτσαρίδας.
Κουτσός.
Του φλάει του πόδι ‘τ γλέπ’ς; μ φαίνιτι είνι κτσαρίδας.
Ο χόνδρος πού βρίσκεται στο κρέας.
Άμα φας τού κρέας νάμ μιτά την κριτσανίθρα.
Δεν έτυχε, δεν ταίριαξε.
Δε κάλιασι να βρού τούν Μήτσου να τ’ πού να κανουνίς’ να φιέρ’ την κουμπίνα να θιρίσουμι τα στάρια.
Κουρέλια.
Άι τράβα κι ντύς να πάμι στην ικκλησία, απ’ μού σι ακόμα μι τα κουρέτζιλα!
Το πήλινο σκεύος, πιάτο.
Μάζιψι σι μιά μιριά τα κρούπια, να χουρέσ’νε κι τα κατσαρόλια.
Το μπρίκι για τον καφέ, ή τα σκεύη για τον καφε μπρίκι φλυτζάνια.
Τά’πλυνες τα καφόμπρικα να φτιάξουμι μια στάλα καφιέ να πιούμι;
Μεγάλο κλαδί.
Αϊτι κιαρατά κι πιάσου την κλάρα! θα σι κάνου μαύρου στού ξύλου.
Η πυγολαμπίδα.
Ούι! γλέπ’ς πόσις κουλουφουτιές φλιτράν σα δώ κι σα κεί;
Τα κρεμμύδια που είναι για μεταφύτευση σε χωράφι, οι βολβοί.
Άι σάπ’σιε του κουρκάρ, να ιδούμι τι θα φτιέψουμι φέτο;
Ζιβάγκο.
Φόρα του κουρφουτό γιατί θα χιουνίσ’ είπαν απόψ’